- επιφθονώ
- ἐπιφθονῶ, -έω (Α) [επίφθονος]1. αρνούμαι, απαγορεύω, αποκρούω κάποιον, δεν θέλω να κάνει κάτι («ᾧ δὲ κ’ ἐπιφθονέοις [ἆσσον ἴμεν] ὅδε τοι πάλιν εἶσιν ὀπίσσω», Ομ. Ιλ.)2. μισώ, φθονώ κάποιον («καὶ ἐκείνοισι δὲ ἐπιφθονέομεν», Ηρόδ.).
Dictionary of Greek. 2013.